εξευρωπαΐζω

εξευρωπαΐζω
[ευρωπαΐζω]
καθιστώ κάποιον Ευρωπαίο ή κάτι ευρωπαϊκό, τόν εντάσσω στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και πολιτισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξευρωπαΐζω — εξευρωπαΐζω, εξευρωπάισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξευρωπαΐζω — εξευρωπάισα, εξευρωπαΐστηκα, εξευρωπαϊσμένος, μτβ. 1. (για πρόσωπα), κάνω κάποιον Ευρωπαίο, του κάνω κτήμα τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. 2. (για πρόσωπα), ανθρωπεύω, εκπολιτίζω, κάνω κάποιον πολιτισμένο (περισσότερο από όσο ήταν). 3. (για πράγματα),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξευρωπαϊσμός — ο [εξευρωπαΐζω] το να καταστεί κάποιος Ευρωπαίος, να ενταχθεί στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής …   Dictionary of Greek

  • εξευρωπαϊσμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξευρωπαΐζω (βλ. λ.), ο εκπολιτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”